- εὐτείχητος
- εὐτείχ-ητος, ον, (τεῖχος)A = εὐτείχεος, Φρυγίη h.Ven.112.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευτείχητος — εὐτείχητος, ον (Α) εὐτειχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τειχώ] … Dictionary of Greek
εὐτειχήτοιο — εὐτείχητος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)